- ἑνωτικῆς
- ἑνωτικόςserving to unitefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
Panagiotis Kanellopoulos — (Griechisch: Παναγιώτης Κανελλόπουλος) (* 13. Dezember 1902 in Patras; † 11. September 1986 in Athen) war ein griechischer Soziologe, Geschichtsphilosoph, Rechtswissenschaftler, Lyriker, Politiker und zweimaliger Ministerpräsident … Deutsch Wikipedia
Канеллопулос, Панайотис — Панайотис Канеллопулос греч. Παναγιώτης Κανελλόπουλος … Википедия
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
πανάρετος — I Έλληνας φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου. Πολλοί φοιτητές της εποχής του τον διακωμώδησαν για την ισχνότητα του σώματός του. II Όνομα 4 Ελλήνων ιερωμένων. 1. Επίσκοπος Πάφου, που ανακηρύχθηκε άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος — (ΓΣΕΕ). Η ανώτατη ελληνική συνδικαλιστική εργατοϋπαλληλική οργάνωση. Στους κόλπους της συνενώνει όλα τα εργατικά κέντρα και τις εργατοϋπαλληλικές ομοσπονδίες. Ιδρύθηκε από το Α’ Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο, που έγινε στην Αθήνα και τον Πειραιά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Έμερσον, Ραλφ Γουόλντο — (Ralph Waldo Emerson, Βοστόνη 1803 – Κόνκορντ, Μασαχουσέτη 1882). Αμερικανός φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και ποιητής. Ήταν γιος ιερέα της Ενωτικής Εκκλησίας. Σπούδασε θεολογία στο Χάρβαρντ και κατέλαβε εκκλησιαστικό αξίωμα το 1829. Το 1832, όμως,… … Dictionary of Greek
Καλλίνικος, Δημήτριος — (Ζάκυνθος 1814 – 1890). Λόγιος και δημοσιογράφος. Είχε βαθύτατη κλασική μόρφωση και η καλή του μνήμη τον βοηθούσε να αποστηθίζει πολλές σελίδες αρχαίων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Προσχώρησε στο Ριζοσπαστικό κόμμα της Επτανήσου και το 1851… … Dictionary of Greek